Τα όνειρα του Αϊνστάιν
(μια προσπάθεια παρουσίασης του βιβλίου)
.....Ας υποθέσουμε ότι ο χρόνος είναι κυκλικός., ότι αναδιπλώνεται και κλείνει στον εαυτό του. Ο κόσμος επαναλαμβάνεται με ακρίβεια, χωρίς σταματημό·
Οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν ότι θα ζήσουν τα ίδια πράγματα πάλι και πάλι. Οι έμποροι δεν ξέρουν ότι θα κλείσουν την ίδια δουλειά ξανά και ξανά. Οι πολιτικοί δεν ξέρουν ότι θα εκφωνήσουν τον ίδιο λόγο απ το ίδιο βήμα άπειρες φορές μέσα στους κύκλους του χρόνου. Οι γονείς βλέπουν το πρώτο γέλιο του παιδιού τους σαν κάτι το ανεκτίμητο, λες και δεν πρόκειται να το ξανακούσουν ποτέ. Οι αγαπημένοι που οδεύουν για πρώτη φορά προς τον έρωτα γδύνονται συνεσταλμένα και νιώθουν έκπληξη στη θέα του χυτού ποδιού, της εύθραυστης θηλής. Και πώς να ξέρουν ότι το κάθε κρυφοκοίταγμα, το κάθε άγγιγμα θα επαναληφθεί ξανά και ξανά και ξανά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και πριν; ... Απλώς δεν μπορούν να ξέρουν -όπως ακριβώς ένα μυρμήγκι που περπατά στο χείλος ενός στρογγυλού κρυστάλλινου πολύφωτου δεν μπορεί να ξέρει ότι θα επιστρέψει εκεί απ' όπου ξεκίνησε.
.....Σ' αυτό τον κόσμο, ο χρόνος μοιάζει σαν μικρή φλέβα νερού που εκτρέπεται κάθε τόσο από κάποιο βοτσαλάκι ή από το σποραδικό φύσημα του ανέμου. Πού και πού, ένα από τα παρακλάδια της φλέβας του χρόνου αναγκάζεται να ξεστρατίσει εξαιτίας κάποιας κοσμικής διαταραχής- γυρίζει λοιπόν πίσω και συμβάλλει και πάλι με το κυρίως ρεύμα. Κι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τα πουλιά, το χώμα, οι άνθρωποι που παγιδεύονται στο διακλαδισμένο ρεύμα γυρίζουν ξαφνικά πίσω στο χρόνο. Εύκολα αναγνωρίζει κανείς τους ανθρώπους που ταξίδεψαν στο παρελθόν. Τα ρούχα τους είναι σκουρόχρωμα και εντελώς ίδια. Περπατούν στις μύτες, πασχίζουν να μη βγάλουν ούτε έναν ήχο, τρέμουν μήπως λυγίσουν έστω κι ένα φυλλαράκι απ' το γρασίδι. Κι όλα αυτά επειδή φοβούνται ότι το καθετί που θα αλλάξουν στο παρελθόν ίσως επηρεάσει δραστικά το μέλλον.
......Σ' αυτόν τον κόσμο βλέπει κανείς αμέσως ότι κάτι πάει στραβά. Σχεδόν δεν υπάρχουν σπίτια στις κοιλάδες ή τις πεδιάδες. Όλοι ζουν ψηλά στα βουνά.
Κάποτε, πάει καιρός, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι όσο απομακρύνεται κανείς από το κέντρο της Γης τόσο πιο αργά κυλάει ο χρόνος. Κοντά στην επιφάνεια της Γης, βέβαια, η επίδραση του ύψους είναι απειροελάχιστη, μπορεί όμως να μετρηθεί με εξαιρετικά ευαίσθητα όργανα. Μόλις έγινε γνωστό το φαινόμενο, μερικοί που φλέγονταν από τον πόθο να νουν νέοι ανέβηκαν στα βουνά. Τώρα, όλα τα σπίτια χτίζονται στο Ντομ, στο Μάττερχορν, στο Μόντε Ρόζα και στις άλλες ψηλές περιοχές. Στις χαμηλότερες ζώνες κανένα σπίτι δεν πουλιέται πια.
Πολλοί πάντως δεν αρκούνται να κατοικούν στο βουνό. Για να εκμεταλλευτούν στο έπακρο το φαινόμενο, έχτισαν τα σπίτια τους πάνω σε πασσάλους. Σε κάθε γωνιά του κόσμου, οι βουνοκορφές είναι σπαρμένες με τέτοια σπίτια, που από μακριά μοιάζουν σαν παχουλά περιστέρια στηριγμένα πάνω σε μακριά ισχνά πόδια. Οι πιο παθιασμένοι με την ιδέα της μακροζωίας χτίζουν τα σπίτια τους σε ψηλότερους πασσάλους. Μερικά σπίτια μάλιστα στέκουν κοντά ένα χιλιόμετρο πάνω από το έδαφος, τα ξύλινα πόδια τους θυμίζουν οδοντογλυφίδες. Το ύψος έγινε τεκμήριο κοινωνικής καταξίωσης. Όποιος είναι αναγκασμένος να κοιτάξει προς τα πάνω για να δει το γείτονα. του από το παράθυρο της κουζίνας του, πιστεύει ότι ο γείτονας του θα νιώσει τις αρθρώσεις του να πονούν αργότερα απ' ό,τι ο ίδιος, θα δει τα μαλλιά του να πέφτουν αργότερα, θα ρυτιδιάσει επίσης αργότερα, και βέβαια δεν θα χάσει την ερωτική του επιθυμία τόσο γρήγορα. Και φυσικά, όποιος χαμηλώνει το βλέμμα του για να δει κάποιο άλλο σπίτι, εύκολα θα περιφρονήσει τους ενοίκους του, θα τους χαρακτηρίσει ξοφλημένους, αδύναμους και κοντόφθαλμους. Ορισμένοι παινεύονται πως έζησαν όλη τους τη ζωή στα ψηλά, ότι γεννήθηκαν στο ψηλότερο σπίτι της ψηλότερης βουνοκορφής και ποτέ δεν κατέβηκαν από κει. Απολαμβάνουν τη νιότη τους μπροστά στον καθρέφτη και περιφέρονται στα μπαλκόνια τους ολόγυμνοι.
........Υπάρχει ένας τόπος όπου ο χρόνος είναι ακίνητος. Οι στάλες της βροχής μένουν μετέωρες στον αέρα. Τα εκκρεμή των ρολογιών μαρμαρώνουν στη μέση της κίνησης τους. Οι σκύλοι υψώνουν τη μουσούδα τους σε βουβά ουρλιαχτά. Οι οδοιπόροι στέκουν σαν στήλες άλατος σε σκονισμένους δρόμους, με το ένα πόδι προτεταμένο λες και κρέμεται από σπάγκο. Μυρουδιές από χουρμάδες, μάνγκο, κορίανδρο και κύμινο γεμίζουν το χώρο.
Ένας ταξιδευτής που πλησιάζει σ' αυτόν τον τόπο κινείται ολοένα και πιο αργά. απ' όποια διεύθυνση κι αν έρχεται. Οι χτύποι της καρδιάς του λιγοστεύουν, η αναπνοή του επιβραδύνεται, η θερμοκρασία του πέφτει, οι σκέψεις του χάνονται, ώσπου φτάνει στο νεκρό σημείο και σταματά. Αυτό το σημείο αποτελεί το κέντρο του χρόνου. Από δω, ο χρόνος απλώνεται σε ομόκεντρους κύκλους. Στο κέντρο μένει ακίνητος, η ταχύτητά του αυξάνεται αργά σε μεγαλύτερες διαμέτρους.
Ποιος άραγε έρχεται για προσκύνημα στο κέντρο του χρόνου; Οι γονείς με τα παιδιά τους, και οι εραστές.
Έτσι λοιπόν, στον τόπο όπου παγώνει ο χρόνος, βλέπει κανείς γονείς γαντζωμένους πάνω στα παιδιά τους, σ' έναν κρυσταλλωμένο εναγκαλισμό που δεν θα χαλαρώσει ποτέ. Η πανέμορφη κορούλα με τα γαλανά μάτια και τα ξανθά μαλλιά δεν θα πάψει ποτέ να χαμογελά με το τωρινό της χαμόγελο, δεν θα χάσει ποτέ την ροδαλή λάμψη απ' τα μάγουλά της, δεν θα ρυτιδιάσει ποτέ ούτε θα κουραστεί, δεν θα πληγωθεί ποτέ, δεν θα ξεχάσει ποτέ όσα της δίδαξαν οι γονείς της, δεν θα σκεφτεί ποτέ κρυφά από τους γονείς της, δεν θα γνωρίσει ποτέ το κακό, δεν θα φωνάξει ποτέ στους γονείς της ότι δεν τους αγαπά, δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το δωμάτιο της που έχει θέα στον ωκεανό, δεν θα πάψει ποτέ ν' αγγίζει τους γονείς της όπως τώρα.
Στον τόπο όπου παγώνει ο χρόνος, βλέπει κανείς εραστές να φιλιούνται στις σκιές των κτιρίων, σ' έναν κρυσταλλωμένο εναγκαλισμό που δεν θα χαλαρώσει ποτέ. Ο αγαπημένος δεν θα πάρει ποτέ τα χέρια του από εκεί όπου βρίσκονται τώρα, δεν θα επιστρέψει ποτέ το φυλαχτό των αναμνήσεων, δεν θα ταξιδέψει ποτέ μακριά από την αγαπημένη του, δεν θα ξεχάσει ποτέ να εκφράσει την αγάπη του, δεν θα ζηλέψει ποτέ, δεν θα ερωτευτεί ποτέ κάποια άλλη, δεν θα χάσει ποτέ το πάθος τούτης της χρονικής στιγμής.
....Φανταστείτε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι ζουν μόνο για μία ημέρα. Είτε ο ρυθμός της καρδιάς και της αναπνοής τους έχει επιταχυνθεί τόσο ώστε μια ολόκληρη ζωή να συμπιέζεται στο χρονικό διάστημα που χρειάζεται η Γη για να στραφεί γύρω από τον άξονα της μία φορά, είτε η κίνηση της Γης γύρω από τον εαυτό της έχει επιβραδυνθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε μία πλήρης περιστροφή να διαρκεί όσο και μία ολόκληρη ανθρώπινη ζωή -όποια ερμηνεία κι αν διαλέξει κανείς, θα είναι σωστή. Και στις δύο περιπτώσεις, κάθε άντρας και κάθε γυναίκα βλέπει μία ανατολή και ένα ηλιοβασίλεμα.
Σ' αυτόν τον κόσμο, ουδείς ζει αρκετά ώστε να παρακολουθήσει την εναλλαγή των εποχών. Κάποιος που γεννήθηκε Δεκέμβριο σε μια οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης δεν πρόκειται να δει ποτέ τον υάκινθο, τον κρίνο, το αστράκι, το κυκλάμινο, το εντελβάις, δεν θα δει ποτέ τα φύλλα του σφενταμιού να κοκκινίζουν και να χρυσίζουν, δεν θα ακούσει ποτέ τα τριζόνια και τ' αηδόνια. Κάποιος που γεννήθηκε Δεκέμβριο θα ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στο κρύο. Αντίστοιχα, κάποιος που γεννήθηκε Ιούλιο δεν θα νιώσει ποτέ τις νιφάδες του χιονιού πάνω στα μαγουλά του, δεν θα δει ποτέ το κρύσταλλο της παγωμένης λίμνης, δεν θα ακούσει ποτέ το τρίξιμο που κάνουν οι μπότες όταν σέρνονται πάνω στο φρέσκο χιόνι. Κάποιος που γεννήθηκε Ιούλιο θα ζήσει όλη του τη ζωή μέσα στη ζέστη. Την ανομοιομορφία των εποχών την πληροφορούνται οι άνθρωποι από τα βιβλία.
.......Φανταστείτε ότι ο χρόνος δεν είναι φυσικό μέγεθος αλλά ιδιότητα, όπως το νυχτερινό φεγγοβολή μα πάνω από τα δέντρα τη στιγμή ακριβώς που το φεγγάρι, στο ανέβασμά του, αγγίζει τις κορυφές των δέντρων. Ο χρόνος υπάρχει, ωστόσο δεν είναι δυνατό να μετρηθεί.
......Δυο άντρες προσπερνούν, με τις εφημερίδες τους παραμάσχαλα. Τριακόσια μέτρα νοτιότερα, ένα αηδόνι πετάει τεμπέλικα πάνω από τον Ααρ.
Ο κόσμος σταματάει.
Το στόμα του φούρναρη μένει ακίνητο στη μέση της φράσης. Το βήμα του παιδιού μένει μετέωρο, η μπάλα κρέμεται στον αέρα. Ο άντρας και η γυναίκα πετρώνουν κάτω από την καμάρα. Οι δύο άντρες μαρμαρώνουν. η συζήτηση τους κόβεται, όπως όταν η βελόνα ενός φωνόγραφου σηκώνεται ψηλά. Το πουλί παύει να πετάει και μένει ακίνητο πάνω από το ποτάμι σαν μετέωρο κομμάτι σκηνικού.
Ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου αργότερα, ο κόσμος ξαναξεκινάει.
Ο φούρναρης συνεχίζει να αγορεύει σαν να μη συνέβη τίποτε. Το παιδί τρέχει πίσω από την μπάλα. Ο άντρας και η γυναίκα έρχονται ακόμη πιο κοντά. Οι δύο άντρες συνεχίζουν να συζητούν για τις πρόσφατες αυξήσεις στην τιμή του βοδινού. Το αηδόνι φτεροκοπάει και συνεχίζει να διαγράφει ένα τόξο πάνω από τον Ααρ.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο κόσμος ξανασταματάει. Έπειτα ξαναξεκινάει. Σταματάει. Ξεκινάει.
Τι σόι κόσμος είναι αυτός; Εδώ ο χρόνος δεν είναι συνεχής, αλλά ασυνεχής. Ο χρόνος είναι σαν τις ίνες των νεύρων: από μακριά φαίνεται ενιαίος, από κοντά όμως βλέπει κανείς πως είναι κομματιασμένος, με μικροσκοπικά χάσματα ανάμεσα στις ίνες. Η νευρική δράση διατρέχει ένα τμήμα του χρόνου, σταματάει απότομα, κοντοστέκεται, υπερπηδά το κενό και συνεχίζει στο γειτονικό τμήμα.
Οι παύσεις του χρόνου είναι τόσο μικροσκοπικές, ώστε ένα και μοναδικό δευτερόλεπτο θα έπρεπε να μεγεθυνθεί και να κατακερματιστεί σε χίλια κομμάτια, και το καθένα απ' αυτά σε άλλα χίλια, προτού αντιληφθεί κανείς την απουσία ενός και μόνο τέτοιου κομματιού. Οι παύσεις του χρόνου είναι τόσο μικροσκοπικές, ώστε τα χάσματα ανάμεσα στα τμήματά του είναι ανεπαίσθητα. Έπειτα από κάθε επανέναρξη του χρόνου, ο νέος κόσμος μοιάζει πολύ με τον παλιό. Οι θέσεις και οι κινήσεις των σύννεφων μοιάζουν ακριβώς ίδιες, το ζύγιασμα των πουλιών, η ροή των συζητήσεων, οι σκέψεις.
Τα επιμέρους τμήματα του χρόνου συνταιριάζονται σχεδόν τέλεια, αλλά όχι απόλυτα. Κάπου κάπου προκύπτουν πολύ μικρές μετατοπίσεις. Για παράδειγμα, σήμερα Τρίτη στη Βέρνη, ένας άντρας και μια γυναίκα, κοντά στα τριάντα κι οι δύο, στέκονται κάτω από έναν φανοστάτη στην Γκέρμπερνγκάσσε. Γνωρίστηκαν πριν από ένα μήνα. Εκείνος την αγαπάει τρελά, όμως φοβάται την αγάπη επειδή κάποτε μια άλλη γυναίκα τον παράτησε χωρίς προειδοποίηση, κι αυτό τον τσάκισε. Αυτή τη φορά πρέπει να είναι βέβαιος. Παρατηρεί βουβός το πρόσωπο της γυναίκας, αποζητά παρακλητικά τα αληθινά της αισθήματα, ψάχνει για το πιο μικρό σημάδι, το πιο ελαφριό παίξιμο του φρυδιού της, το πιο αχνό κοκκίνισμα στα μάγουλα της, την υγρή λάμψη των ματιών της.
Στα αλήθεια, κι εκείνη τον αγαπάει το ίδιο, δεν μπορεί όμως να εκφράσει την αγάπη της με λόγια. Κι έτσι του χαμογελάει, ανυποψίαστη για τους φόβους του. Καθώς στέκονται κάτω από το φανοστά-τη, ο χρόνος σταματάει και ξαναρχίζει. Κι ύστερα, τα κεφάλια τους έχουν ακριβώς την ίδια κλίση όπως και πριν, τα χτυποκάρδια τους διαγράφουν κύκλους με απαράλλαχτο τρόπο. Όμως κάπου μέσα στις βαθιές λίμνες του νου της γυναίκας εμφανίστηκε μια αχνή σκέψη που δεν υπήρχε πριν. Η νεαρή γυναίκα ανασκαλεύει αυτή τη νέα σκέψη μέσα στο ασυνείδητο της, και την ίδια στιγμή μια αδιόρατη κενότητα διαγράφεται στο χαμόγελο της. Αυτή την υποψία δισταγμού δεν θα μπορούσε να την αντιληφθεί κανένας, παρά μόνο εκείνος που θα την αναζητούσε με τη μεγαλύτερη προσοχή. Κι όμως, ο επίμονος νεαρός την πρόσεξε και την ερμήνευσε σαν το σημάδι που περίμενε. Λέει στη νεαρή ότι δεν μπορεί να την ξαναδεί, επιστρέφει στο μικρό του διαμέρισμα στην Τσόιγκχαουσγκάσσε, αποφασίζει να μετακομίσει στη Ζυρίχη και να δουλέψει στην τράπεζα του θείου του. Η γυναίκα αφήνει πίσω της το φανοστάστη της Γκέρμπερνγκάσσε, γυρίζει σπίτι της με αργό βήμα κι αναρωτιέται γιατί δεν την αγάπησε εκείνος.
Τι είναι ο χρόνος τελικά ; Τι ιδιότητες έχει; Είναι απόλυτος; Είναι κυκλικός; Είναι συνεχής; Είναι κινούμενος, ή είναι ακίνητος; Ή είναι όλα αυτά μαζί;
Και αν ήταν κάθε φορά κάτι από αυτά πως θα ήταν ο κόσμος ; Πως θα λειτουργούσαν οι άνθρωποι;
Ένα εξαίσιο, πραγματικά λογοτεχνικό βιβλίο, που παράγει τόσο πρωτότυπες , όσο και οικείες εικόνες, για το τι είναι χρόνος.
Ένα βιβλίο που το διάβασα ανάμεσα στα μαθήματα του φροντιστηρίου, προσπαθώντας στα διαλείμματα να ξεκλέψω λίγο χρόνο......... για να διαβάσω για το χρόνο.
Το κείμενο του Alan Lightman, είναι γοητευτικό, το γράψιμο του αποτελεί μια πρόκληση. Εικόνες σε περικυκλώνουν κάθε στιγμή, πλημμύρα συναισθημάτων σε παρασύρουν, καθώς παρουσιάζεται το τι είναι ή το τι θα μπορούσε τελικά να είναι ο χρόνος.
Δε ξέρω αν απαντά στα φιλοσοφικά ερωτήματα περί χρόνου.
Ξέρω ότι διαβάζεται απνευστί, ότι κάθε φορά σου αφήνει μια έντονη εικόνα στο μυαλό σου, και στην ουσία είναι σαν να σου δίνει τη δυνατότητα να αναλύσεις το χρόνο, (όπως το φως αναλύεται σε χρώματα), στα συνθετικά του.
Εδώ θυμήθηκα αυτό που ο Cant πίστευε: ότι όπως ακριβώς το κόκκινο χρώμα μπορεί να προκαλέσει διαφορετικές εντυπώσεις σε διαφορετικούς παρατηρητές, ενώ είναι ουσιαστική συνιστώσα της θέας, έτσι και ο χρόνος, ενώ είναι ουσιαστική συνιστώσα της νόησής μας, στερείται αντικειμενικής πραγματικότητας: «Ο χρόνος δεν είναι κάτι το αντικειμενικό. Δεν είναι ούτε ουσία, ούτε τυχαίο, ούτε σχέση, αλλά μια υποκειμενική συνθήκη, που οφείλεται αναγκαστικά στη φύση του ανθρώπινου μυαλού».
Και τέλος ας θυμηθούμε το τι είπε για το χρόνο ο άγιος Αυγουστίνος:
Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη.
......Δυο άντρες προσπερνούν, με τις εφημερίδες τους παραμάσχαλα. Τριακόσια μέτρα νοτιότερα, ένα αηδόνι πετάει τεμπέλικα πάνω από τον Ααρ.
Ο κόσμος σταματάει.
Το στόμα του φούρναρη μένει ακίνητο στη μέση της φράσης. Το βήμα του παιδιού μένει μετέωρο, η μπάλα κρέμεται στον αέρα. Ο άντρας και η γυναίκα πετρώνουν κάτω από την καμάρα. Οι δύο άντρες μαρμαρώνουν. η συζήτηση τους κόβεται, όπως όταν η βελόνα ενός φωνόγραφου σηκώνεται ψηλά. Το πουλί παύει να πετάει και μένει ακίνητο πάνω από το ποτάμι σαν μετέωρο κομμάτι σκηνικού.
Ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου αργότερα, ο κόσμος ξαναξεκινάει.
Ο φούρναρης συνεχίζει να αγορεύει σαν να μη συνέβη τίποτε. Το παιδί τρέχει πίσω από την μπάλα. Ο άντρας και η γυναίκα έρχονται ακόμη πιο κοντά. Οι δύο άντρες συνεχίζουν να συζητούν για τις πρόσφατες αυξήσεις στην τιμή του βοδινού. Το αηδόνι φτεροκοπάει και συνεχίζει να διαγράφει ένα τόξο πάνω από τον Ααρ.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο κόσμος ξανασταματάει. Έπειτα ξαναξεκινάει. Σταματάει. Ξεκινάει.
Τι σόι κόσμος είναι αυτός; Εδώ ο χρόνος δεν είναι συνεχής, αλλά ασυνεχής. Ο χρόνος είναι σαν τις ίνες των νεύρων: από μακριά φαίνεται ενιαίος, από κοντά όμως βλέπει κανείς πως είναι κομματιασμένος, με μικροσκοπικά χάσματα ανάμεσα στις ίνες. Η νευρική δράση διατρέχει ένα τμήμα του χρόνου, σταματάει απότομα, κοντοστέκεται, υπερπηδά το κενό και συνεχίζει στο γειτονικό τμήμα.
Οι παύσεις του χρόνου είναι τόσο μικροσκοπικές, ώστε ένα και μοναδικό δευτερόλεπτο θα έπρεπε να μεγεθυνθεί και να κατακερματιστεί σε χίλια κομμάτια, και το καθένα απ' αυτά σε άλλα χίλια, προτού αντιληφθεί κανείς την απουσία ενός και μόνο τέτοιου κομματιού. Οι παύσεις του χρόνου είναι τόσο μικροσκοπικές, ώστε τα χάσματα ανάμεσα στα τμήματά του είναι ανεπαίσθητα. Έπειτα από κάθε επανέναρξη του χρόνου, ο νέος κόσμος μοιάζει πολύ με τον παλιό. Οι θέσεις και οι κινήσεις των σύννεφων μοιάζουν ακριβώς ίδιες, το ζύγιασμα των πουλιών, η ροή των συζητήσεων, οι σκέψεις.
Τα επιμέρους τμήματα του χρόνου συνταιριάζονται σχεδόν τέλεια, αλλά όχι απόλυτα. Κάπου κάπου προκύπτουν πολύ μικρές μετατοπίσεις. Για παράδειγμα, σήμερα Τρίτη στη Βέρνη, ένας άντρας και μια γυναίκα, κοντά στα τριάντα κι οι δύο, στέκονται κάτω από έναν φανοστάτη στην Γκέρμπερνγκάσσε. Γνωρίστηκαν πριν από ένα μήνα. Εκείνος την αγαπάει τρελά, όμως φοβάται την αγάπη επειδή κάποτε μια άλλη γυναίκα τον παράτησε χωρίς προειδοποίηση, κι αυτό τον τσάκισε. Αυτή τη φορά πρέπει να είναι βέβαιος. Παρατηρεί βουβός το πρόσωπο της γυναίκας, αποζητά παρακλητικά τα αληθινά της αισθήματα, ψάχνει για το πιο μικρό σημάδι, το πιο ελαφριό παίξιμο του φρυδιού της, το πιο αχνό κοκκίνισμα στα μάγουλα της, την υγρή λάμψη των ματιών της.
Στα αλήθεια, κι εκείνη τον αγαπάει το ίδιο, δεν μπορεί όμως να εκφράσει την αγάπη της με λόγια. Κι έτσι του χαμογελάει, ανυποψίαστη για τους φόβους του. Καθώς στέκονται κάτω από το φανοστά-τη, ο χρόνος σταματάει και ξαναρχίζει. Κι ύστερα, τα κεφάλια τους έχουν ακριβώς την ίδια κλίση όπως και πριν, τα χτυποκάρδια τους διαγράφουν κύκλους με απαράλλαχτο τρόπο. Όμως κάπου μέσα στις βαθιές λίμνες του νου της γυναίκας εμφανίστηκε μια αχνή σκέψη που δεν υπήρχε πριν. Η νεαρή γυναίκα ανασκαλεύει αυτή τη νέα σκέψη μέσα στο ασυνείδητο της, και την ίδια στιγμή μια αδιόρατη κενότητα διαγράφεται στο χαμόγελο της. Αυτή την υποψία δισταγμού δεν θα μπορούσε να την αντιληφθεί κανένας, παρά μόνο εκείνος που θα την αναζητούσε με τη μεγαλύτερη προσοχή. Κι όμως, ο επίμονος νεαρός την πρόσεξε και την ερμήνευσε σαν το σημάδι που περίμενε. Λέει στη νεαρή ότι δεν μπορεί να την ξαναδεί, επιστρέφει στο μικρό του διαμέρισμα στην Τσόιγκχαουσγκάσσε, αποφασίζει να μετακομίσει στη Ζυρίχη και να δουλέψει στην τράπεζα του θείου του. Η γυναίκα αφήνει πίσω της το φανοστάστη της Γκέρμπερνγκάσσε, γυρίζει σπίτι της με αργό βήμα κι αναρωτιέται γιατί δεν την αγάπησε εκείνος.
Τι είναι ο χρόνος τελικά ; Τι ιδιότητες έχει; Είναι απόλυτος; Είναι κυκλικός; Είναι συνεχής; Είναι κινούμενος, ή είναι ακίνητος; Ή είναι όλα αυτά μαζί;
Και αν ήταν κάθε φορά κάτι από αυτά πως θα ήταν ο κόσμος ; Πως θα λειτουργούσαν οι άνθρωποι;
Ένα εξαίσιο, πραγματικά λογοτεχνικό βιβλίο, που παράγει τόσο πρωτότυπες , όσο και οικείες εικόνες, για το τι είναι χρόνος.
Ένα βιβλίο που το διάβασα ανάμεσα στα μαθήματα του φροντιστηρίου, προσπαθώντας στα διαλείμματα να ξεκλέψω λίγο χρόνο......... για να διαβάσω για το χρόνο.
Το κείμενο του Alan Lightman, είναι γοητευτικό, το γράψιμο του αποτελεί μια πρόκληση. Εικόνες σε περικυκλώνουν κάθε στιγμή, πλημμύρα συναισθημάτων σε παρασύρουν, καθώς παρουσιάζεται το τι είναι ή το τι θα μπορούσε τελικά να είναι ο χρόνος.
Δε ξέρω αν απαντά στα φιλοσοφικά ερωτήματα περί χρόνου.
Ξέρω ότι διαβάζεται απνευστί, ότι κάθε φορά σου αφήνει μια έντονη εικόνα στο μυαλό σου, και στην ουσία είναι σαν να σου δίνει τη δυνατότητα να αναλύσεις το χρόνο, (όπως το φως αναλύεται σε χρώματα), στα συνθετικά του.
Εδώ θυμήθηκα αυτό που ο Cant πίστευε: ότι όπως ακριβώς το κόκκινο χρώμα μπορεί να προκαλέσει διαφορετικές εντυπώσεις σε διαφορετικούς παρατηρητές, ενώ είναι ουσιαστική συνιστώσα της θέας, έτσι και ο χρόνος, ενώ είναι ουσιαστική συνιστώσα της νόησής μας, στερείται αντικειμενικής πραγματικότητας: «Ο χρόνος δεν είναι κάτι το αντικειμενικό. Δεν είναι ούτε ουσία, ούτε τυχαίο, ούτε σχέση, αλλά μια υποκειμενική συνθήκη, που οφείλεται αναγκαστικά στη φύση του ανθρώπινου μυαλού».
Και τέλος ας θυμηθούμε το τι είπε για το χρόνο ο άγιος Αυγουστίνος:
Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη.
-Άγιος Αυγουστίνος
Στο συγκεκριμένο βιβλίο, δε ξέρω αν θα βρείτε όλες τις "συνιστώσες" του χρόνου, σίγουρα θα βρείτε τις κυριότερες.
Το προτείνω ανεπιφύλακτα.
Καλή ανάγνωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου