Κάποιες σκόρπιες σκέψεις
για την εκδρομή στη Θεσσαλονίκη 2016
Και
το κυνηγούμε, το αναζητούμε. Το βράδυ στους ασημόχρωμους λαμπυρισμούς των
αστεριών∙ τη μέρα καθώς
προσπαθεί να ξεφύγει με τις ανακλάσεις σε κάτοπτρα και σε νερά, και πολλές
φορές το ανακαλύπτουμε κρυμμένο συμμετέχοντας σε ένα μη συμφωνημένο κρυφτό στις
σκοτεινές γωνιές της ψυχής μας. Η υπαρξιακή αυτή σύνδεση με το φως μας οδηγεί
να ψάχνουμε επίμονα να βρούμε την πηγή του, τον αντίστοιχο ήλιο κάθε φορά.
Μα
πόσοι ήλιοι υπάρχουν τελικά; Είναι πολλοί οι πατεράδες των αδέσμευτων
αεικίνητων ακτίνων φωτός;
Για
το δικό μας ηλιακό σύστημα, μόνο ένας!
Οι
Κινέζοι λένε ότι κάποτε, την εποχή της δυναστείας των Χσία (περ. 2205 -1782
π.Χ.), το κοσμικό μας περιβάλλον διήλθε μια ξαφνική μεταβολή. Στον ουρανό
εμφανίστηκαν δέκα ήλιοι. Οι άνθρωποι στη Γη υπέφεραν πολύ από τη ζέστη, οπότε ο
αυτοκράτορας έβαλε έναν διάσημο τοξότη να καταρρίψει τους παραπανίσιους ήλιους.
Ώς ανταμοιβή, στον τοξότη δόθηκε ένα γιατρικό που είχε τη δύναμη να τον κάνει
αθάνατο. Αλλά η σύζυγος του το έκλεψε. Για την προσβολή αυτή, την εξόρισαν στη
Σελήνη.[2]
Οι
Κινέζοι λοιπόν σκέφτηκαν σωστά ότι ένα ηλιακό σύστημα με δέκα ήλιους δεν θα
ήταν ιδιαίτερα φιλικό για την ανθρώπινη ζωή. Σήμερα γνωρίζουμε ότι σε κανένα
ηλιακό σύστημα πολλαπλών ήλιων δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί ζωή και παρόλο που
έχουμε την εντύπωση ότι ο ουρανός αποτελείται από μονήρη άστρα, μόνο το 15% των
άστρων είναι μόνα τους.
Οπότε,
όταν στρέφουμε το βλέμμα ψηλά στον ουρανό βλέπουμε τον ήλιο, το αστέρι του
δικού μας πλανητικού συστήματος, που σε ένα μοναχικό ρόλο, σαν ένας άλλος
Σίσυφος, αγωνίζεται αδιάκοπα να διατηρήσει με την ενέργειά του, με το φως του,
τη ζωή σ’ αυτόν τον πλανήτη. Η ύπαρξη του, μοιραία, είναι άμεσα συνδεδεμένη με
τη ζωή και το θάνατο του πλανήτη μας, της Γης. Αυτός μας θερμαίνει, αυτός μας
τροφοδοτεί με το ζωογόνο φως του, με ένα
φως ορατό και αόρατο, ένα φως ζεστό και αναγκαίο σε εμάς, που γεννιέται
στο πιο βίαιο και αφιλόξενο μέρος, στο εσωτερικό του, σ’ ένα τεράστιο αλλιώτικο
εκτυφλωτικό καμίνι. Αλλά είναι και αυτός που θα μας παρασύρει στο έρεβος όταν θα
έχει ξεσκίσει και τις τελευταίες από τις σάρκες του την ώρα που θα τελειώνουν
τα καύσιμά του. Πρώτα σαν αχόρταγος κόκκινος γίγαντας θα έχει ήδη καταπιεί τον
Ερμή υποδυόμενος πιστά το ρόλο που του όρισε η Φύση στο βιβλίο της, και καθώς
θα μετατρέπεται από λευκός νάνος σε μαύρο, τότε όχι με εκκωφαντικό θόρυβο, αλλά
ίσως με ένα εσωτερικό λυγμό θα σημάνει το τέλος[3] .
Μα
είναι νωρίς να συζητάμε για το θάνατο του αστεριού μας. Ο ήλιος μας είναι ένας
ζωηρός ενήλικας με λαμπρό μέλλον περίπου 5 δισεκατομμυρίων ετών πέρα από μας. Και
τι πιο ωραίο από το να τον παρατηρήσουμε; Μπορούμε όμως έτσι εύκολα;
Και
όπως εγύρισα κι αγγίξανε τα μάτια
Ό,τι προβάλλει
σ’ αυτόν τον ουρανό
Όταν
κοιτάξεις με το βλέμμα σου προσεκτικό,
Ένα
σημάδι βλέπω, που αστραποβολούσε τόσο
Που από
το πολύ το φως
Τα
μάτια μου αναγκάστηκα να χαμηλώσω[4]
Οπότε,
εμείς βαλθήκαμε να φτάσουμε στη Θεσσαλονίκη, να ξαναμπούμε σε οικείους χώρους,
μικροί-μεγάλοι να στριμωχτούμε σε ένα δωματιάκι γύρω από το τηλεσκόπιο και να
τεντώνουμε τις μύτες των ποδιών μας για να δούμε καλύτερα∙ βαλθήκαμε ως άλλοι χρυσοθήρες να
κοσκινίζουμε τα σύννεφα γυρεύοντας κηλίδες, αυτές τις σκούρες ατέλειες στο φωτεινό
πρόσωπο του ήλιου.
Τι
και αν τα σύννεφα μας έκρυβαν τον ήλιο, τα βλέμματα στραμμένα ψηλά
μετακινούνταν από το πέτασμα του τηλεσκοπίου στα χείλη του κ. Σειραδάκη, που με
απερίγραπτο πάθος μας εξηγούσε απλά, για τη δημιουργία αυτής της κουκίδας που
σαν φάντασμα εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν σ’ αυτό, εγκλωβισμένη μοιρολατρικά
στην κυκλοθυμική διάθεση των περαστικών σύννεφων.
Μα
δε μας ενόχλησε αυτό. Εμείς δε χαμηλώσαμε το βλέμμα…
Είχαμε
ήλιο μέσα στο δωματιάκι που ακτινοβολούσε με ένα άλλο φως, διαφορετικό, καθηλωτικό. Η πραότητά του μας σαγήνευσε άλλη μια φορά, ενώ η διάθεσή του να
μιλήσουμε για τις πιθανότητες ύπαρξης ζωής σε άλλους πλανήτες ή η χαρά με την
οποία μας παρουσίασε αστέρες νετρονίων να αποτελούν τις ηχητικές πηγές μιας
μουσικής συμφωνίας ήταν συγκινητική. Για να αποδειχτεί ξανά πως η ευγένεια και
η σοφία εκπέμπονται αυθόρμητα και σαν άλλος ήλιος ζεσταίνουν τα κρύα απόμακρα
σημεία της ψυχής μας, πως υπάρχουν γύρω μας ήλιοι που λατρεύουν να δίνουν
κομμάτια της ψυχής τους ως πηγή ενέργειας και ζωής για τους γύρω, ανιδιοτελώς.
Μα
εντός σου ο ήλιος μέρα-νύχτα καίει
κι ούτ’
ίχνος η ομορφιά σου δεν ξεφτίζει… [5]
Και
από αυτούς τους ήλιους, αναζητήσαμε άλλους, ψάξαμε ακτίνες φωτός που θα μας
πήγαιναν πιο πίσω στο χρόνο, που θα μας έδειχναν ένα ήλιο μυστικιστικό, έναν
ήλιο με κρυφά μα και φανερά νοήματα. Έναν ήλιο με λάμψη αλλιώτικη, τον ήλιο της
Βεργίνας. Τον είδαμε σε πανοπλίες, νομίσματα και σε λάρνακες να φωτοβολεί όχι
λόγω του χρυσού, μα κυρίως λόγω της ανόθευτης αξίας των μηνυμάτων που φέρνει
από το παρελθόν. Ένα σημάδι ιστορικής συνέχειας, ένα σύμβολο πολιτισμού.
Και
αν τώρα έρθει κάποιος και με ξυπνήσει από τη σαγήνη των αναμνήσεων και με
υπέρτατη ευθύτητα με ρωτήσει «Ποιο θα ήταν το συμπέρασμα, τι θα μπορούσε να
μείνει σαν εσωτερική προσταγή μετά από αυτό το διήμερο», θα του απαντούσα
ευθύς: μάθε να πράττεις, μάθε να βλέπεις πέρα από τα καθιερωμένα.
Ένα
τέτοιο μήνυμα μας έμεινε από την εκδρομή, ένα μήνυμα που μπορεί και αντίκειται στη φθορά του χρόνου.
Όπως
το φως. Θα συνεχίζει να ζει και μετά το θάνατο του ήλιου μας, θα συνεχίζει να
προσπαθεί να δραπετεύσει από αυτές τις δυνάμεις που προσπαθούν να το φυλακίσουν
στο χώρο τους, μηχανικά υπνωτισμένο θα υπακούει στην εντολή που σαν ευχή ή κατάρα
το κατατρέχει να διαδίδεται ξέφρενα χωρίς σταματημό, να παρακολουθεί την ύλη να
νοσεί και στο τέλος να πεθαίνει μα αυτό να μη στέκεται ∙ θα συνεχίζει αναζητώντας τα όρια του
σύμπαντος αιώνια, και αυτό δεν μπορεί πια να αλλάξει, επειδή δεν γερνά· πρέπει,
επομένως, να παραμένει πάντοτε το ίδιο.
Όσο
παλιώνουν οι καιροί
κι όσο
περνούν οι χρόνοι,
παλιώνει
ο λύχνος, μα ποτέ
το φως
του δεν παλιώνει.[6]
Υπάρχει
ένα μήνυμα που αξίζει να μείνει και να διαδοθεί, το : Αναζητείστε ήλιους στη
ζωή σας, ψάξτε τους και κάθε φορά προσπαθήστε να …δείτε πέρα από τα καθιερωμένα.